Δ. Νόλλας, Ναυαγίων πλάσματα, εκδόσεις Κέδρος, σ. 96
Καμιά φορά, τα φαινόμενα απατούν, όπως στην περίπτωση του Δημήτρη Νόλλα, που θα πίστευε κανείς πως παρασύρθηκε από το κύμα μεταγραφών, ενώ η αλήθεια είναι πως παραμένει πιστός στον εκδότη του και μόνο δοθείσης ευκαιρίας παρασπονδεί. Έτσι, προ τετραετίας, τα μη αμιγώς λογοτεχνικά κείμενά του βρέθηκαν στεγασμένα σε άλλον εκδοτικό οίκο και πέρυσι αποδέχτηκε παραγγελία ενός τρίτου εκδότη για τη συγγραφή νουβέλας ορισμένου θέματος και δεδομένης ελάχιστης έκτασης. Όπως, όμως, ομολόγησε ο ίδιος, σε συνέντευξή του, αυτόν τον δεύτερο όρο δεν μπόρεσε να τον τηρήσει, μια και έχει το εξαιρετικό ταλέντο να οικονομεί τον λόγο του. Όσο για το θέμα, «Εμείς και ο Άλλος», δεν τον απασχόλησε ευκαιριακά, δεδομένου ότι εντρυφεί σε αυτό τουλάχιστον μια δεκαετία, όπως δείχνουν τα παλαιότερα δημοσιευμένα διηγήματα της τελευταίας συλλογής του, «Ο παλαιός εχθρός». Ξεκινάει, δηλαδή, πολύ πριν αρχίσουν να δίνονται οι πρώτες παραγγελίες για τη συγγραφή σχετικών διηγημάτων. Άλλωστε, συνέχισε να δημοσιεύει σε εφημερίδες, και εκτός αφιερωμάτων, χριστουγεννιάτικα διηγήματα με ήρωα τον Άλλο. Μόνον που ο δικός του Άλλος δεν περιορίζεται στον νεόκοπο μετανάστη αλλά απλώνεται στον οποιονδήποτε νιώθει ξένος σε μια κοινότητα συγγενών προσώπων.
Ωστόσο, στο καινούριο βιβλίο του, ο Άλλος είναι ο συνήθης Άλλος των τελευταίων ετών. Πρόκειται για λαθρομετανάστρια, τη μόνη που διασώθηκε, μαζί με το βρέφος της αδελφής της, ένα γεναριάτικο βράδυ, πριν από χρόνια, όταν το μότορσιπ με το λαθραίο φορτίο έγινε έρμαιο των κυμάτων και καταποντίστηκε στα ανοιχτά ενός νησιού. Ούτε από πού ερχόταν ο «σκυλοπνίχτης» προσδιορίζεται ούτε το νησί ονοματίζεται. Μόνον ο στίχος από γνωστό νηοιωτικό τραγούδι, που επιλέγεται ως μότο, αναφέρει τα νερά του Αιγαίου. Παρόμοια υπαινικτικός είναι και ο τίτλος του βιβλίου. Γιατί μπορεί μεν ευθέως να παραπέμπει στη γυναίκα που διασώθηκε και κατ’ επέκταση, σε όλα τα πλάσματα που επιβιώνουν στο ταξίδι της φυγής από χειμαζόμενους τόπους, πλαγίως, όμως, δηλώνει τις ιστορίες που πλάθει ο συγγραφέας για τα ναυάγια της ζωής. Ή, για να περάσουμε σε έναν δεύτερο υπαινιγμό, τα «Ναυαγίων ναυάγια», όπως είναι και ο τίτλος διηγήματος του Παπαδιαμάντη.
Η σύμπτωση των δύο τίτλων δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού το «εμείς» της νουβέλας προβάλλει έντεχνα τη συγγένειά του με τον κόσμο του Σκιαθίτη, παρά τον έναν και πλέον αιώνα που τους χωρίζει. Οι ντόπιοι –οι νεαροί του Λιμενικού που αγωνιούν για τη θέση τους, ο μπανιστιρτζής υπολιμενάρχης, ο απόμαχος ναυτικός που τυφλώθηκε από έκρηξη σε λεβητοστάσιο, η νησιωτοπούλα που την προικίζει ο άκληρος θείος και προσπαθεί να σιγουρέψει τον γαμπρό, ακόμη και ο συνετός παπάς– προσομοιάζουν με τους ήρωες του Σκιαθίτη, είναι άνθρωποι της ίδιας νοοτροπίας, που διασώζουν αρχέγονα στοιχεία συμπεριφοράς. Ο συγγραφέας υποβοηθά την ομοιότητα δίνοντάς τους παπαδιαμαντικά βαφτιστικά: Ρήγας, Ιγνάτιος, Αγάλλος, Ουρανίτσα, μπάρμπα-Γιαννιός. Μέχρι και τo όνομα της λαθρομετανάστριας Ασμάτ, η γύφτισσα, όπως την αποκαλούν, γειτονεύει ηχητικά με το όνομα της γύφτισσας Αϊμά, στη «Γυφτοπούλα» τον Παπαδιαμάντη.
Αλλά και ο τρόπος που επιλέγει ο Νόλλας να αφηγηθεί την ιστορία του, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως έχει μια παπαδιαμάντεια χροιά. Στo δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, ο συγγραφέας εξομολογείται το άγχος της λευκής σελίδας και τον πειρασμό να καταπιαστεί με μια ιστορία που άλλος την έζησε κι άλλος του την αφηγήθηκε. Εμφανίζεται ως μια ανεξέλεγκτη παρόρμηση να «κλέψει» την ξένη ζωή, πιστεύοντας, από διαίσθηση και μόνο, πως αξίζει τον κόπο. Αντίστοιχα, και στη «Γυφτοπούλα» άλλοι γνώριζαν την παράδοση γύρω από την παλαιά ιστορία του 15ου αιώνα κι άλλος συνέλεξε τις μαρτυρίες τους. Εκεί είναι ένας φίλος του Παπαδιαμάντη, που του ενεχείρισε τις σημειώσεις του με τον όρο να μη μνημονεύσει το όνομά του. Στη νουβέλα του Νόλλα, ο ήρωας που αφηγήθηκε την ιστορία, αποκαλείται Ιγνάτιος ο Πωστολέν.
Ωστόσο, αυτή η σχεδόν λαθραία ή υπόγεια επαφή με τον Παπαδιαμάντη δεν μειώνει, ούτε στο ελάχιστο, την αυτάρκεια της νουβέλας, που πλέκεται γύρω από τον έρωτα για την Ασμάτ του αρραβωνιασμένου λιμενικού που την έσωσε. Ο Νόλλας πλάθει έναν ακόμη ήρωα, που το ερωτικό του πάθος τον μεταμορφώνει από θύτη σε θύμα. Mια σταδιακή μετάπτωση, όπως την αποκαλύπτει το κατ’ ανάδρομη φορά ξεδίπλωμα της ιστορίας, ξεκινώντας από την είδηση του θανάτου της παρείσακτης. Όταν η γυναίκα γκρεμίστηκε από έναν βράχο και η αμφιβολία, αν πρόκειται για φονικό ή αυτοκτονία, άρχισε να βασανίζει τους νησιώτες. Καθοριστική για τη μορφή της διήγησης αποβαίνει η τοποθέτηση του θανάτου της μέσα στις Απόκριες, όπου, μάλιστα, ο συγγραφέας στήνει ένα καρναβάλι με διονυσιακά κατάλοιπα. Ντυμένοι οι ήρωες μασκαράδες, σείοντας τεράστιους φαλλούς και τραγουδώντας άσεμνα άσματα, φαίνεται σαν να βιώνουν τα ανομολόγητα όργια που έπλαθαν για χρόνια, με τη φαντασία τους, στο αντίκρισμα της γύφτισσας. Είναι η κατάλληλη ατμόσφαιρα για να αφυπνιστεί ο έρωτας του ήρωα και μαζί, οι ενοχές του, όχι για τον φόνο που δεν έκανε, αλλά γιατί εγκατέλειψε την Ασμάτ για την προίκα της Ουρανίτσας. Τελικά, ανοσιότερο έγκλημα. Ταυτόχρονα, συνιστά το προσφυές περιβάλλον για να νιώσει ένας μετανάστης, όπως ο νιγηριανός πραματευτής της ιστορίας, μέσα στη γενική ευθυμία, ακόμη πιο ξένος.
Ο Νόλλας, όπως και ο Παπαδιαμάντης, συμπονεί τους ήρωές του. Αν, όμως, ο Σκιαθίτης ειρωνεύεται με λεπτό τρόπο τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται μπλεγμένοι, ο Νόλλας στοχάζεται με πικρία τα κακώς κείμενα «στη χώρα των πιθήκων και των μίμων»». Σε ένα, μάλιστα, κεφάλαιο σπρώχνει την κριτική του στα όρια της σάτιρας, καθώς φαντάζεται την ουτοπική εκδοχή η λιμενοφυλακή να εκχωρείται σε ιδιωτικές εταιρείες και να στελεχώνεται με μετανάστες, οι οποίοι και αποδεικνύονται οι ιδανικοί φρουροί των συνόρων, κάτι σαν το βασιλικότεροι του βασιλέως.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, για να δοθεί μια απάντηση στο δίλημμα του θανάτου της ξένης, ο Νόλλας πλάθει μια ιστορία, συρράπτοντας δάνεια στοιχεία από την έντεχνη και τη λαϊκή παράδοση. Και πάλι, όμως, το φινάλε, αντί «κλειδωμένο», μένει «ανοιχτό» σε πολλαπλές ερμηνείες. Εν ολίγοις, παραμένει μετέωρο. Διόλου απίθανο ο συγγραφέας να σαρκάζει τα κρατούντα σήμερα ιδεολογικά πρότυπα και τις απόλυτες αλήθειες, που υποτίθεται ότι εκφράζουν. Επιγραμματικά, θα λέγαμε ότι η νουβέλα του Νόλλα ταξινομείται στο σύγχρονο αφηγηματικό πεδίο, διατηρώντας, όμως, το νήμα μιας μακράς συνέχειας γύρω από το θέμα του «ξένου», όπως το συναντάμε στην πεζογραφική μας παράδοση.
Μάρη Θεοδοσοπούλου| Ελευθεροτυπία, ένθετο «Βιβλιοθήκη»