Η παρουσία του άλλου, του ξένου στη ζωή ημών των αυθοχθόνων, των παρεπιδημούντων «στον τόπο των πιθήκων και των μίμων» παίρνει τον κεντρικό ρόλο στη νουβέλα του Δημήτρη Νόλλα «Ναυαγών πλάσματα»» μ’ ένα τρόπο αιρετικά γοητευτικό. Η ηρωίδα του η Ασμέτ έρχεται, ποιος ξέρει από πού, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. «Γαντζωμένη πάνω σε μια πόρτα» με το μωρό της αδελφής αγκαλιά, την ξεβράζει η θάλασσα σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Η ίδια το καλύτερο αύριο δεν θα το βρει. Ο θάνατος που πέρασε δίπλα της στη θάλασσα και την προσπέρασε, δεν άργησε να τη βρει στη γη της επαγγελίας που βρέθηκε ναυαγός κι άρχισε να στήνει την καινούργια ζωή της. Ωστόσο ο χαμός της, αυτής της ξένης που δεν την ακούμε καθόλου να μιλά, δεν μαθαίνουμε πώς ζει, γίνεται κομβικό σημείο για όλη την κοινότητα, πυροδοτώντας συζητήσεις και κυρίως μια τεράστια αμηχανία. Πρωταγωνιστής ο Ρήγας ο Βολιώτης ο λιμενοφύλακας που σώζει την Ασμέτ από το ναυάγιο, την ερωτεύεται αλλά την αρνείται για χάρη της Ουρανίτσας και της προίκας της. Το βάρος της αφήγησης ωστόσο πέφτει στον τυφλό ναυτικό τον Ιγνάτιο Πωστονλέν, που σαν προϊστορικός αοιδός ξεδιπλώνει το νήμα της ιστορίας, κι από δίπλα ο κυνικός λιμενάρχης, ο Άγαλος. ο μπαρμπα-Γιαννιός ο τοκογλύφος, κι ένας θίασος αόρατος συμπληρώνουν το σκηνικό. Σε έναν υπόκωφα Παπαδιαμαντικό διάλογο, στήνει ο Νόλλας τον καμβά της αφήγησής του. Συμπάσχων, συμπονετικός με την ξένη γυναίκα, καυστικός με τους ημεδαπούς. Σ’ αυτούς άλλωστε επικεντρώνεται η προσοχή του. Με ακρίβεια χειρουργού ψυχογραφεί τον νεοέλληνα και κατορθώνει χωρίς μίσος και πάθος να ανασύρει όλο τον κυνισμό και την εγωπάθεια που αναδύεται από το σώμα της ελληνικής κοινωνίας στην αντιπαράθεσή της με τον ξένο, τον διαφορετικό. Και μαζί όλη την αντίφαση που διέπει αυτή την ίδια κοινωνία που όταν ο ξένος χάνει τη μάχη της ζωής, εντάσσεται αυτομάτως στο ντουλάπι της δικών της νεκρών Ακόμα πιο προκλητικά, ο Νόλλας δεν καταδεικνύει τον θύτη. Στην τραγωδία της Ασμέτ όλα είναι ανοιχτά, όπως ανοιχτά παραμένουν και τα μέτωπα μιας κοινωνίας που ακόμα δεν έχει έρθει σε όρους με τα δεινά της και επιπροσθέτως αρνείται επιμόνως τον ρόλο της στην πλοκή του δράματος. Συνομιλώντας με την πεζογραφική μας παράδοση, και ακροπατώντας στις πληγές της σήμερον, ο Νόλλας σκιαγραφεί «Ναυαγίων πλάσματα» αφήνοντας στον αναγνώστη του στέρεες βάσεις για αναστοχασμό μαζί με μια γλύκα παλιού καλού κρασιού στο στόμα.
Πόλυ Κρημνιώτη| Η Αυγή