Το σκηνικό της νουβέλας αποτελούν χώροι μετάβασης: ο Πειραιάς και το γενέθλιο νησί με το πέλαγος που το περιβάλλει. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι άνθρωποι στις παρυφές της κοινότητας όπως η μοναδική επιζήσασα σε ναυάγιο λαθρομεταναστών Ασμάτ. Είναι πρόσωπα στο κατώφλι κρίσιμων αποφάσεων όπως ο Ρήγας, εργαζόμενος φοιτητής, έτοιμος να αρραβωνιαστεί πολύφερνη συγχωριανή αλλά και εραστής της γλυκύτατης μετανάστριας. Είναι ιδιότυπες φιγούρες όπως ο παλαίμαχος ναυτικός-αφηγητής που αν και τυφλός αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του καλύτερα απ’ τον καθένα. Ήρωας είναι και ο συγγραφέας που όπως το ομολογεί, μοναδικό του όπλο προκειμένου να κατευνάσει το εσωτερικό θεριό που τον εξαναγκάζει να γράφει τις ιστορίες των άλλων, δεν είναι παρά η διαίσθησή του. (Και με την άδεια των θεωριών της «αναγνωστικής ανταπόκρισης» στους χαρακτήρες του έργου θα μπορούσαμε ίσως να προσθέσουμε και τους φτωχούς κριτικούς-αναγνώστες που χρόνια παλεύουν να προσπελάσουν τα μυστικά της πεζογραφίας του Νόλλα.) Η πλοκή της νουβέλας δεν είναι ιδιαιτέρως συναρπαστική. Η Ασμάτ θα βρεθεί νεκρή κάτω από ένα βράχο. Η αστυνομία διενεργεί ανακρίσεις. Αν και μακριά από το νησί, ο Ρήγας φοβάται μήπως κατηγορηθεί εξαιτίας του ερωτικού δεσμού τους. Στο τέλος προβάλλεται ωστόσο η εικασία πως δεν επρόκειτο παρά για ατύχημα.
Ο λυρισμός του Νόλλα είναι ιδιότυπος. Δεν χρησιμοποιεί σχοινοτενείς περιγραφές συναισθημάτων. Βασίζεται όχι στο επίθετο, αλλά στη μεταφορά και στην παρομοίωση. Έτσι ή αλλιώς, η γραφή των κειμένων του υπήρξε πάντοτε εξαιρετικά λιτή. Κτισμένα με τη βοήθεια της απαιτητικότατης τεχνικής της λιθοδομής, κάθε τους λέξη κατέχει την αναγκαστική εκείνη θέση που καθιστά εφικτή την ισορροπία του συνόλου. Και ως προς το σημείο αυτό εμφανίζει συγγένεια με τη διηγηματογραφία του αμέσως προγενέστερου Δημήτρη Χατζή. Στο «Ναυαγίων πλάσματα» η συγγένεια με «Το τέλος της μικρής μας πόλης» υπογραμμίζεται ωστόσο με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση: Με την περιγραφή της ιστορίας του ερωτευμένου που από ατύχημα τσακίζεται στο πηγάδι, περιστατικό που παραπέμπει στο διήγημα του Ηπειρώτη πεζογράφου «Ο ντέτεκτιβ». Κι ακόμα υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι όπως οι ήρωες του μεταπολεμικού Χατζή έτσι και οι ήρωες του μεταδικτατορικού Νόλλα πρόκειται να βιώσουν τη ριζική αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες διαβιούν. (Φοβάμαι ωστόσο πως το κοινωνιολογικής εμπνεύσεως κεφάλαιο 14 του «Ναυαγίων πλάσματα» δείχνει ενδεχομένως παράταιρο, καθώς η οριστικότητα των αποφάνσεών του βρίσκεται σε δυσαρμονία προς την ισχυρότατη αμφισημία του υπόλοιπου αφηγήματος.)
Ο λυρισμός λοιπόν του Νόλλα για να επανέλθω στην αρχική μου πρόταση, έχει χαρακτήρα που θα μπορούσε να θεωρηθεί σολωμικός. Το κείμενο είναι γεμάτο συγκοπές. Από την άποψη του ποιο υποκείμενο ομιλεί, η εξιστόρηση δείχνει κατακερματισμένη. Χρονικά η αφήγηση κινείται πότε προς τα μπρος και πότε προς τα πίσω χωρίς καμιά απολύτως προειδοποίηση. Αλλά και οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ μέσα στην ψυχή τους ενιαίοι – οι διαθέσεις τους άλλοτε κατευθύνονται προς τα ’δω και άλλοτε προς τα ’κει. Μέσα από αυτά τα ρήγματα, με ένταση σεισμικής δόνησης ξεπηδά κάθε τόσο και γεμίζει τα χάσματα ο πόθος. Το πέλαγος και η πόρτα πάνω στην οποία γαντζώθηκε και σώθηκε η Ασμάτ του πρώτου κεφαλαίου, αλλά κι η πέτρα-εξώστης απ’ όπου θα γκρεμιστεί δακρυσμένη απ’ την ομορφιά του πρώτου φωτός της αυγής που κάνει το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας χρυσαφί του τέλους, παραπέμπουν ίσως στον «Κρητικό» και στον «Πορφυρά». «Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια/ στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια». Όπως η Γλυκερία στον «Τύμβο κοντά στη θάλασσα» (1992) και η Σβετλάνα στη «Φωτεινή μαγική» (2000), έτσι και η Ασμάτ στο «Ναυαγίων πλάσματα» αποτελεί μορφή που δεν έχει πλαστεί στον κόσμο τούτο. Κι η απροσμέτρητη νοσταλγία του ιδανικού κι ο ηδονικότατος πόθος που γεννάει, αστραποβολώντας την ίδια στιγμή μέσα της μεταμορφώνεται σε αχόρταγη πυρκαγιά που την καταπίνει.
Ελισάβετ Κοτζιά| Η Καθημερινή, στήλη: Διακρίνοντας