Υπό άλλες συνθήκες ο Δημήτρης Νόλλας θα ήταν ένας πρώτης τάξεως συγγραφέας της λεγόμενης “μαύρης” λογοτεχνίας.
Από τα πρώτα του βιβλία τον ενδιέφερε ένας κόσμος που κινείται γύρω από ένα όριο, ένας κόσμος που αναζητεί με άγχος και με αγωνία να απαντήσει στην κατάσταση της ρευστότητας που τον χαρακτηρίζει, συνήθως χωρίς να τα καταφέρνει, καθώς ο ορίζοντας που υψώνεται γύρω του είναι έντονα ασαφής. Αλλά η ρευστότητα, όπως μπορεί εύκολα να καταλάβει όποιος έχει διαβάσει αυτά τα γεμάτα νεύρο και πανικό, τα ταραγμένα ως μέσα, στη συντακτική τους δομή, πεζά, περισσότερο από χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος και των κοινωνικών συνθηκών, είναι χαρακτηριστικό της ψυχής. Η ρευστότητα αποτελεί τον κινούμενο χάρτη της εσωτερικής κατάστασης μέσα στη σκοτεινιά της οποίας παραδέρνουν τα πρόσωπα, συγγενή (γιατί όχι;) των αρχετύπων που πρώτος έπλασε για τον άνθρωπο της νεοτερικότητας, ο Ντοστογιέφσκι. `Οπως και εκείνο τον μέγα ρώσο ιερουργό των ανθρώπινων εγκάτων, του υπογείου με κάθε έννοια, τον ενδιέφερε ο φόνος, η παράβαση και, συνεπώς, η ψηλάφιση των ορίων της ζωής, έτσι και εδώ, τον Νόλλα, χωρίς να κάνουμε συγκρίσεις, αρκετά συχνά βλέπουμε να τον ενδιαφέρει το αίμα. `Οχι το αίμα ως μέρος της ηθογραφίας του εγκλήματος, ή του κοινωνικού περιθωρίου, ή, ακόμα, ως εναύσμα για τη έλλογη λύση ενός μυστηρίου, όσο το αίμα ως προϊόν μιας πράξης που άπαξ και συντελεστεί δημιουργεί κρίσεις, ερωτήματα και καταστάσεις.
Μιας πράξης που τα ελατήριά της, πάντως, μένουν κατά το ήμισυ στο σκοτάδι, χωρίς ικανοποιητική απάντηση. `Ετσι και στον Καιρό του καθενός. Οι σκοτωμοί που γίνονται, τα διαμελισμένα από τη βόμβα ή το τσεκούρι σώματα του νεαρού `Αθω στην αρχή ή του Καλομοίρη στο τέλος, μας αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα για την ανάγκη και την αποτελεσματικότητά τους. Αλήθεια, τι νόημα έχουν; Μα το ζήτημα ασφαλώς δε βρίσκεται εκεί. Σ’ αυτή την ομάδα που έχει στους κόλπους της μεσήλικες επαγγελματίες και νεαρούς ερασιτέχνες της τρομοκρατίας των πόλεων το νόημα δεν είναι το πρώτο ζητούμενο. Ούτε καν η ηθική της πολιτικής. Αυτή είναι απλώς το προπέτασμα. Τον Νόλλα τον ενδιαφέρουν πρόσωπα όπως ο Ιάκωβος, ο Καλομοίρης και ο Γιατρός- ο ρυθμιστής- που γι’ αυτά η ηθική είναι μια έννοια η οποία αλλάζει χρώμα ανάλογα με το ποιός ελέγχει τον άλλο. Ποιός οδηγεί. Ακόμα και το γεγονός του διαμελισμού του νεαρού `Αθω από τη βόμβα που σκάει στα χέρια του είναι περισσότερο μια κίνηση στη σκακιέρα της αδυσώπητης αρχηγικής πάλης. Οι νεαροί, ο Μισέλ, ο Ηλίας, η Χαρά, η Ευτυχία, μπορούν να τη “βρίσκουν” στην αθωότητα και στην ευθύτητά τους, στην πίστη ότι ο αλκοολισμός της δράσης μπορεί να γίνει προσάναμμα στις επαναστατικές διαδικασίες. Μα οι πιο ενδιαφέροντες είναι οι άλλοι, οι γηραιότεροι, κι αυτοί είναι αλλού. Ψάχνουν σ’ ένα σκοτεινό πολιτικό παρελθόν που ριζώνει στα χρόνια της χούντας, με συμμαχίες “ανίερες” και ύποπτες, τα όπλα που θα χρησιμοποιήσουν ο ένας εναντίον του άλλου. Με πιο ενδιαφέρουσα μορφή του Γιατρού, του αθέατου αλλά ιθύνοντος νου της ομάδας που μοιάζει λίγο σαν ανοικτίρμων θεός. Στη μοιραία συζήτηση που έχει με τον Καλομοίρη, λίγες ώρες προτού αυτός δολοφονηθεί, ουσιαστικά εξηγεί την καταδίκη του. Κάνει μια ελάχιστη προσπάθεια να τον αποτρέψει από την αναζήτηση της αλήθειας, γιατί η αλήθεια βρίσκεται στην πράξη. Και του φέρνει το παράδειγμα του Λένιν που δέχτηκε να “υπηρετήσει” την πολιτική του Κάϊζερ και να περάσει στη Ρωσία, κλεισμένος σ’ ένα τραίνο. Δηλαδή, του υπογραμμίζει με αρκετή σαφήνεια ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Στην ουσία όμως εδώ ο σκοπός είναι άδηλος, ή μάλλον, όπως συνέβαινε ανέκαθεν στις ακραίες ακτιβιστικές ομάδες, ο σκοπός ξεκαθαρίζει μόνο εκ των υστέρων, όταν γίνεται η άθροιση. Αλλά, τι συμπυκνωμένη φθορά σ’ αυτό το βιβλίο, τι απελπισία, τι ασφυκτική αίσθηση του αδιεξόδου και τι ζωώδης τρόμος! Είναι αλήθεια πως κι άλλες φορές ο Νόλλας θέλησε ν’ ανοίξει το καπάκι των ψυχικών εγκάτων σε πρόσωπα που είχαν ένα πολιτικό παρελθόν. Στον `Ανθρωπο που ξεχάστηκε (1994), στα επάλληλα διηγήματα του Παλαιού εχθρού (2004) αλλά και στο Από τη μια εικόνα στην άλλη (2003), επέλεξε, ίσως όχι τυχαία, άτομα που είχαν άλυτους λογαριασμούς με όσα συνέβησαν στο ιστορικό προσκήνιο του ‘ 60 και του ‘ 70. Προδοσίες και ενοχές που με την πάροδο του χρόνου αυξάνουν αντί να ελαττώνονται, και με την ελάχιστη αφορμή πετάγονται έξω και διαλύουν την εικόνα που ορισμένοι είχαν φροντίσει να φτιάξουν υπομονετικά. Τι μας λέει Ο καιρός του καθενός; `Οτι αυτό που υποτίθεται μισούν όλα τα μέλη της ομάδας, την άνιση μοιρασιά της εξουσίας, σ’ αυτό ακριβώς θητεύουν και αυτό υπηρετούν. “Αυτοί που ορίζουν τις τύχες των άλλων και που μεταξύ τους υποδύονται τους αμείλικτους εχθρούς” λέει στον Επίλογο (σελ.99) της νουβέλας ο Γιατρός, “ συνεχίζουν να ρίχνουν κλεφτές ματιές ο ένας στη ζωή του άλλου. Για να διατηρεί το σύμπαν τη συνοχή του, όπως γίνεται και θα γίνεται πάντα”.
`Οπως όλα τα πεζά του Δημήτρη Νόλλα έτσι κι αυτό είναι υποδείγμα αφηγηματικής πυκνότητας. Η εντατική δουλειά φαίνεται στο πετσόκομμα, στο ξεδιάλεγμα και της πιο σύντομης φράσης του. Αλλά και στην ειρωνεία και στον μακιαβελικό σαρκασμό που περνούν σαν κορδέλες υπόρρητες κάτω από τα όσα λέγονται ή περιγράφονται ή υπονοούνται σ’ αυτή την ιστορία. Τίποτε δεν είναι ξεκρέμαστο, όλα δένουν, ακόμα και το απίθανο, η νέκυια, ο διάλογος με το νεκρό `Αθω όταν το φάντασμά του εμφανίζεται να λέει στον Καλομοίρη, “`Αλλος είναι ο πεθαμένος”, προμηνύοντας έτσι πρωθύστερα τον ερχόμενο θάνατό του. Τα πιο αριστοτεχνικά ωστόσο κομμάτια του Καιρού του καθενός είναι τα διαλογικά, τα πιο δύσκολα δηλαδή, καθώς σ’ αυτά συνήθως τρώνε τα μούτρα τους οι περισσότεροι έλληνες πεζογράφοι. Παραδόξως, τα πρόσωπα του Νόλλα δε μιλούν ποτέ τους σα κομμένες κεφαλές, έστω και αν αφήνονται στους πιο μακροσκελείς μονολόγους. Και τούτο συμβαίνει, όπως νομίζω, πρώτα γιατί τους λείπει η πόζα του αφηγητή που θέλει να καταπλήξει, και, έπειτα, γιατί ο κάθε μονόλογος μοιάζει με πυκνοϋφασμένη κουρελού, με μαστορικά καμωμένο σύνθεμα από ιδιωματικές εκφράσεις, από φωνές παρέμβλητες. Από ένα γλωσσικό ρυθμό που σφύζοντας πάει κι έρχεται συνεχώς, όπως λόγου χάριν η πολύ ζωντανή εξομολόγηση του αγαθιάρη Ούτι προς τον αθέατο συγγραφέα, στο “Μέχρις εσχάτων” (σελ.91-96) και η μοιραία, ταγκισμένη συζήτηση του Καλομοίρη με το Γιατρό στις “Ιατρικές νουθεσίες και φαινόμενα” (σελ. 53-72). `Ενα πολύ ζωντανό βιβλίο, εν τέλει, βγαλμένο από την πιο άνυδρη έρημο του πολιτικού μας παρόντος.
Αλέξης Ζήρας| Διαβάζω