Πολλά βιβλία αγάπησα, μα ξεχωρίζω ένα. Το «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη ήρθε και με συνάντησε σ’ εκείνο το περιβόητο μεσοστράτι της ζωής μας, τότε πού όλα γύρω είν’ ανοιχτά και πρέπει να διαλέξεις. Νομίζω έτσι γίνεται πάντα κι έχει να κάνει με τον χρόνο και τον τόπο που σε βρίσκει το βιβλίο.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’70 κι ένα θλιμμένο δειλινό της Φλάνδρας, όταν με επισκέφθηκε ο Στράτος, ένας φίλος που μόλις είχε επιστρέψει από το Βουκουρέστι. Θέλοντας να προοικονομήσει τις λοιδορίες μου για το Κόμμα του, με τις οποίες τον φίλευα συχνά, μου ’φερε μια έκδοση του «Χατζηφράγκου», ισχυριζόμενος πως δεν μπόρεσε να τ’ αφήσει απ’ τα χέρια του στη διάρκεια του ταξιδιού του, (απ’ τον Πολίτη γνώριζα μόνο την Ερόϊκα). Με τον Στράτο συνήθως βριζόμασταν πατώκορφα κι έμοιαζε με άσκηση όλο αυτό, γιατί κι εκείνος θέλοντας να υπερασπιστεί τα ιδεολογικά του πιστεύω, εκτρέπονταν σε χείμαρρους ύβρεων και ευφάνταστων χαρακτηρισμών εις βάρος μου. Όσο παράξενο και ν’ ακούγεται, για όσους ξέρουν την τσιμεντένια αγκύλωση των κομματικά στρατευμένων νέων εκείνης της εποχής (αλλά και της σημερινής), καταφέρναμε να κρατάμε μια σταθερή φιλική σχέση. Τον αγαπούσα. Έπαιζε και καλή πρέφα.
Το βιβλίο με συνεπήρε από τις πρώτες του σελίδες και όπως ο Στράτος σ’ ένα βαγόνι που ταρακουνιόταν έτσι κι εγώ σε μια πολυθρόνα που έτριζε, έχοντας κολλήσει στην ανάγνωση, το τέλειωσα το επόμενο λαμπερό ξημέρωμα, επιβεβαιώνοντας την παροιμία που επανέρχεται συχνά στο βιβλίο «Δόξα το βραδί, καλοσύνη την αυγή». Κι όμως μια ανησυχία μπέρδευε την χαρά της ανάγνωσης, με διαπερνούσε και ανακάτωνε την ευχάριστη έκπληξή μου, μπορώ και ανακαλώ σήμερα, καθώς γνώριζα τις λογοτεχνικές επιλογές των κομματικών «Πολιτικών και Λογοτεχνικών Εκδόσεων», απ’ τις οποίες είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο το 1965, κι αναρωτιόμουν συνεχώς τι γίνεται εδώ. Πού είναι οι θετικοί ήρωες, τα πρότυπα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όπως αυτά εμφανίζονταν στα βιβλία του Μ. Λουντέμη, του Κ. Κοτζιά και του Μ. Αλεξανδρόπουλου που συνήθως κυκλοφορούσαν απ’ τον ίδιο εκδοτικό φούρνο.
Το αγάπησα και το ξεχώρισα γιατί εκείνες τις μέρες ετοιμαζόμουν να πάρω μιαν απόφαση: γυρίζω πίσω ή εξακολουθώ να τριγυρίζω μακριά απ’ το σπίτι μου σαν κολασμένος, με πρόσχημα τη στρατιωτική δικτατορία τής 21ης Απριλίου. Κι επειδή εκείνη καθυστερούσε να μου κάνει το χατίρι και να εξαφανιστεί από μπροστά μου, ανέβαλλα κι εγώ διαρκώς την επιστροφή μου. Φαίνεται πως η νοσταλγία δεν μ’ είχε ακόμη πνίξει ούτε είχε ωριμάσει αρκετά για να βρεθεί το χέρι που θα ’κοβε τον γινομένο καρπό. «Στου Χατζηφράγκου» βρήκα το κλειδί, ή ένα απ’ αυτά που χρειαζόμουν.
Κλείνοντας το βιβλίο είχα νοιώσει ν’ απλώνεται μπροστά μου, στα μάτια μου και μέσα την καρδιά μου, ένας κόσμος ελληνικός, από καιρό στην άκρη απωθημένος. Πάνω απ’ όλα και όλους, ένας ύμνος στη ρωμιοσύνη. Σε αντίθεση με την εποχή που διψούσε για περιπαθή εμβατήρια και λόγια, λόγια εξέγερσης και μίσους, λόγια για της ζωής τα μερεμέτια, εδώ βρέθηκα καταμεσής σ’ ένα γαϊτανάκι παιδικών παιχνιδιών, στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, που η ανεμελιά της μπορεί να συμβαδίζει με τη συμφορά. Ακόμα και με τον θάνατο. Της ζωής που πάλλει και ανίσταται, όταν τρέχει να βουτήξει στα νερά της Σμύρνης, διασχίζοντας μποστάνια και μπαξέδες, ακριβώς όπως κάναμε, από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, όταν διεμβολίζαμε τους κήπους του Μοσχάτου και του Φαλήρου για να βουτήξουμε στον Σαρωνικό.
«Στον τόπο φτάσαμε, για ’κείνον που μας μίλησε η Κίρκη». Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στον Άγιο Παντελεήμονα, σε μια γειτονιά που ανακαλούσε αυτή του Χατζηφράγκου, και ξέρω τι θα πεί ζωή στις αλάνες και στον περίβολο της εκκλησίας με γέλια και φωνές, και μέσα σ’ αυτήν, παίζοντας με τον Θεό. Εδώ, υπάλληλοι, μικρέμποροι, εργάτες της Ούλεν και της Πάουερ, ψιλικατζήδες και μπακάληδες αγωνίζονταν να επιβιώσουν εκείνη τη δύσκολη δεκαετία, στις αρχές του ’50. Και φτωχοί, πάμφτωχοι άνθρωποι με επιδόματα της εκκλησίας κι ένα πιάτο φαϊ απ’ τον γείτονα. Και φεύγανε, φεύγανε μετανάστες φορτία. Κι όλοι αυτοί τα καταφέρανε, ζήσανε κι αναστήσανε παιδιά. Εντάξει, μερικοί άλλοι πλούτισαν πίνοντας αίμα, δημιούργησαν εκ του μη όντος περιουσίες, όπως γίνεται και θα γίνεται πάντα σε καιρούς της ανάγκης. Όμως ποιος νοιάζεται γι’ αυτούς; Για τους φτωχοδιάβολους πονάει ο Πολίτης, γι’ αυτούς ενδιαφέρεται, για το προζύμι. Για όλους αυτούς που αμολάνε τους πολύχρωμους χαρταετούς πάνω απ’ τη Σμύρνη σαν να θέλουν η πόλη να αναληφθεί πριν προλάβει να παραδοθεί στις φλόγες κι οι κάτοικοί της σκλαβωθούν ή ξενιτευτούν. Για αυτούς που ζουν με την ελπίδα και για εκείνες που δεν μπορούν να διώξουνε απ’ την καρδιά τους έναν άντρα τιποτένιο. Για όλους αυτούς που αντέχουνε κι όλα τα ξαναφτιάχνουνε απ’ την αρχή, στολισμένα μ’ ένα βασιλικό στον τενεκέ και μια καμέλια κόκκινη. Πού πάμε να τα βάλουμε μ’ αυτούς; λέει ο μύθος πως μηνύσανε του Μεγάλου Βασιλέα, όταν κίνησε να σκλαβώσει τους Έλληνες, Είναι τρελοί. Παραβγαίνουνε για να κερδίσουνε μιας αγριελιάς κλαράκι.
Ήταν κι αυτό το αποκριάτικο πολύχρωμο γλεντοκόπι με το οποίο κλείνει η περιδιάβαση «στου Χατζηφράγκου». Με τις λέξεις και τα ονόματα να πέφτουν κομφετί απ’ τα ουράνια, λέξεις άλλοτε αρμολοϊμένες κι άλλοτε «κολυμπιστές». Λέξεις ατέλειωτο τρένο φορτηγό, κορδόνι, σφιχτοπλεγμένο κομποσκοίνι, γιρλάντα κι αλυσίδα, ερπύστριες και τανκς και στρατιωτικές εκστρατείες, Μαλαπάρτε και ουκρανική θεομηνία, μαχνοβτσίνα και Μαχνό κι ο θάνατός στο Παρίσι μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση λίγο πριν ανέβει στην εξουσία το Λαϊκό Μέτωπο κι ο χοντρο-Ρικάρ στης Κατεντράλε το σοκάκι η Πέρλα και η Φιόρα ο Τζώνης ο Περικλής ο Παντελής και ο Σταυράκης, η Κατερίνα και η Ζωή στα Μορτάκια Μπουρνόβα Ταμπάχανα κι Αϊ Βούκλα η Αγία Ζώνη κι η Πικραμένη Παναγιά.. Ένα όργιο λέξεων και ονομάτων.
Κυρίως όμως ήταν εκείνος ο παπα-Νικόλας, με την κλυδωνιζόμενη πίστη του, διαρκώς βυθισμένος στις αμφιβολίες και οι σχέσεις του με τον εβραίο μουζικάντη. «Στου Χατζηφράγκου» χριστιανοί κι εβραίοι συμβιώνουν χωρίς προβλήματα κι η έχθρα προς τον άλλον, όταν ξεσπάει, είναι απρόσωπη, δεν ακουμπάει τον κοντινό, τον γείτονά σου. Για τους ρωμιούς «γενικά οι “Οβραίοι” ήτανε κάτι σα μιαν αφαίρεση, μια ιδέα» αφηγείται ο αφηγητής του Πολίτη. Γι’ αυτό και “τσιφούτηδες” εκτόξευαν οι μεν, “εσείς το βρωμιός” οι άλλοι, εξακολουθώντας να μοιράζονται την ίδια ζωή. (Όπως ακριβώς “σταλινικό σκουλήκι” τον στόλιζα εγώ, “απόβρασμα της κοινωνίας” ο Στράτος εμένα).
Αργότερα, όταν είχα επιστρέψει στο σπίτι, αναθυμούμενος εκείνη τη «Χατζηφράγκικη» περίοδο της ζωής μου, αναρωτιόμουν για καιρό, αν ο Στράτος υπήρξε ο εβραίος μου, ή μήπως εγώ ήμουν ο δικός του.
Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ της 24/7/2011 στο αφιέρωμα «βιβλία που αγάπησα»