«Κάθε τι έχει είτε μια τιμή είτε μια αξιοπρέπεια. Ο,τι έχει μια τιμή, μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο ισότιμό του. Ο,τι είναι υπεράνω κάθε τιμής και συνεπώς δεν έχει κανένα ισότιμό του, αυτό έχει αξιοπρέπεια», λέει στα «Θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών» ο Ιμάνουελ Καντ (1785) και ο Δημήτρης Νόλλας κάνει την ηθική αυτή απόφανση λογοτεχνία στα διηγήματα της νέας του συλλογής, με τον πολύσημο τίτλο «Στον τόπο»: από τη μια, ο τόπος, ως -επινοημένος συχνά- παράδεισος της παιδικής ηλικίας, ως πατρίδα δεδομένη ή επιλεγμένη, ως φύση που βιάζεται συστηματικά και εκδικείται, ως οικογένεια, ως αίσθημα και ψυχή που γεννά κουλτούρα· από την άλλη, ο θάνατος, ακαριαίος, «στον τόπο», ή μετέωρος, όταν άλλοι ζουν με δανεικές ζωές και άλλοι επανέρχονται από τον τάφο για δανεικά, λεφτά κι αισθήματα. Πάντα το τυχαίο, το απροσδόκητο, ένα φιλικό ή απειλητικό αλλά επέκεινα, φωτίζουν τους αρμούς ανάμεσα στους κόσμους και στα αισθήματα που συνεχώς παλεύουν.
Τη μικρή χαραμάδα από όπου ξεπηδούν καλικάντζαροι-εκδικητές, που αντί να ροκανίζουν προστατεύουν το δέντρο της ζωής, φόβοι-κατσίκια και βατράχια, ξεχασμένα αισθήματα που μπορούν ή δεν μπορούν να μορφοποιηθούν, λόγια θανατηφόρα και θεραπευτικά, αλλά και μάχες από σελίδες ξένες που ζωντανεύουν στον ου-τόπο των προσφυγικών συνοικιών.
Περί τόπου λοιπόν και περί τιμής και αξίας τα διηγήματα του Νόλλα. Η ιστορία ενός εγκαταλελειμμένου μωρού που το σώζει η πίστη ενός ξένου στη ζωή ως αυταξία. Ο σεβασμός στον δικό άνθρωπο και στις επιλογές του. Ο λόγος ως φάρμακο για τη μοναξιά. Η συνάντηση με τον νεκρό, προπομπό των ζωντανών. Η παρέμβαση του υπερφυσικού για την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας του φυσικού. Οι ιστορίες για τον καπνό ως σπουδή πάνω στη ρευστή έννοια του τόπου, της κίνησης και της ακινησίας. Η ιστορία του άντρα που δεν αντέχει το πολύ μέλλον και, φυσικά, η ιστορία του κακού Τζον Σίλβερ από τη «Νήσο των θησαυρών» του Στήβενσον, που εδώ είναι μοναχικός πλανόδιος πραματευτής στα γκέτο και πληρώνει για αμαρτίες ίσως πραγματικές, ίσως του μυαλού του, ίσως ενός άλλου κόσμου κάποτε.
Τόπος και ταυτότητα, εξορία και αποξένωση, συγκυρίες καθημερινές, χειρονομίες και σκέψεις οικείες, κουβέντες και σιωπές, όλα είναι ολοζώντανα και μαζί δηλώνουν την αυτονόμησή τους από την απαίτηση της αναπαράστασής τους. Ο λόγος του Νόλλα είναι τόσο δουλεμένος, που καταλήγει διάφανος – και μαζί σκοτεινός: μέσα του καθρεφτίζονται όλα όσα σπερματικά θα μπορούσαν να ειπωθούν και να υπάρξουν. Η δε επιλογή της λέξης, η θέση της, θυμίζει πλάγια την απόσταση ανάμεσα σε όσα είναι και όσα λέγονται, όσα είναι και όσα θα μπορούσαν να είναι, μια απόσταση δημιουργημένη και από την ίδια την ιστορία. Σ’ αυτήν ακριβώς την απόσταση, που υπογραμμίζει μαζί την απροσδιοριστία των πραγμάτων στην πραγματικότητα και την ανοιχτότητά τους στη λογοτεχνία, βρίσκει τη θέση και του χιούμορ, πλάι στη λεπτή τρυφερότητα, που ελάχιστες φορές ανεβάζει θερμοκρασία λίγο παραπάνω από ό,τι πρέπει.
Αντίθετα, πλαισιώνει πάντα το σφάλμα και την ατέλεια, όταν δεν καταλήγουν στη διάλυση του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου όπου εντάσσεται ο βραχύς ανθρώπινος βίος.
Πραγματικότητα και επινοημένη μνήμη, οδυνηρή αιώρηση του ξένου που δεν χωρά ούτε στον γενέθλιο τόπο ούτε στον ξένο, ούτε σε σπίτι ούτε σε αγκαλιά, υπόγειες πολιτισμικές αλλαγές σε μια εποχή όπου οι μετακινήσεις πληθυσμών ξαναγράφουν την ιστορία του κόσμου, ατμόσφαιρα και υπαινιγμός, και ένα επίκαιρο πολιτικό επιμύθιο, διατυπωμένο από καλικαντζάρους: «κουπριές, έλεγε, τα φάγατε και τα ’πιατε ούλα, για φάτε και τούτο.» Το παραμύθι ως απάντηση στην κοινωνική απορία, ή η λογοτεχνία ως γνώση του καθόλου, ανάμεσα στην ελπίδα και στην επίγνωση.
Τιτίκα Δημητρούλια | Καθημερινή της Κυριακής