ή όταν όλοι μιλούν για όλα, καλό να βρίσκεται και κανας μουγγός ανάμεσά μας
Μιλώ για μένα. Εμένα γνωρίζω και για μένα μιλώ. Και αναρωτιέμαι γιατί δεν είναι αρκετό οι συγγραφείς να διανοούνται χωρίς πολλά λόγια; Γιατί δεν είναι αρκετό δηλαδή, να κάνουν τη δουλειά τους, ή τελος πάντων αυτό που γνωρίζουν καλά να πράττουν: να σκέφτονται πάνω στο έργο τους, στον εαυτό τους, και στη σχέση τους με τον κόσμο, και να γράφουν. Να κάνουν, με δυο λόγια, κάτι το οποίο δεν αναγνωρίζεται πάντα σαν χρήσιμο από τους άλλους, από τους ίδιους όμως, θεωρείται απολύτως αναγκαίο στην σχέση τους με τον κόσμο.
Το ερώτημα πλανάται συνήθως σε στιγμές κοινωνικής κρίσεως, και υπαινίσσεται πως οι διανοούμενοι πρέπει να υψώνουν κάθε τόσο τη φωνή τους άλλοτε στηλιτεύοντας, κι άλλοτε υμνώντας (διαφορετικό το όφελος), ζητήματα της καθημερινής ζωής του τόπου, από κοντά με τους πολιτικούς, τους αθλητικούς παράγοντες, τους δημοσιογράφους και τους παγωτατζήδες. Πρέπει όμως να αποσαφηνίσουμε πως όταν εγκαλούμε τους διανοούμενους για την σιωπή τους, συνήθως αναφερόμαστε στους δημιουργούς, (στους ζωγράφους, τους γλύπτες, τους ποιητές και τους συνθέτες), παραβλέποντας πως οι διανοούμενοι δεν έπαψαν να μιλούν για τα πάντα τα τελευταία χρόνια. Των παγωτατζήδων εξαιρουμένων, όλοι οι άλλοι που εμφανίζονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, αρθρώνουν λόγο διανοούμενο. ΄Η μήπως δεν υπήρξε λόγος διανοουμένου ο λόγος ενός υπουργού Εθνικής Οικονομίας, όταν προ ετών διαλαλούσε πως ο Χρηματιστηριακός δείκτης θα ανεβαίνει και θα ανεβαίνει (τι ωραία, τι γλυκά, το είχε διατυπώσει! Τι λόγος διανοούμενος ήταν εκείνος!), παρασύροντας στο βάραθρο και εκείνους που δεν είχαν προλάβει να θυσιάσουν τις οικονομίες τους.
Τι είναι αυτό που υπάρχει στο λόγο των διανοουμένων (των συγγραφέων, εν προκειμένω), που το έχει τόση ανάγκη η κοινωνία, ώστε κάθε τόσο να το ζητεί σαν βάλσαμο. Και τι είναι αυτό που κάνει την κοινωνία να νιώθει μόνη κι αβοήθητη, ώστε να εγκαλεί τους συγγραφείς στο σύνολό τους για σκληροκαρδία. Για άφωνη απονιά μπροστά στις δυσκολίες του συνόλου. Ενα ένα. Κατ’αρχήν πρέπει να θυμόμαστε πως δεν είναι συνάφι οι συγγραφείς για να έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα και συμφέροντα. Το ότι χρησιμοποιώ τις ίδιες λέξεις για να γράφω με τον συγγραφέα Αλφα ή Βήτα, αυτό δεν με φέρνει αυτομάτως κοντά τους, καμιά φορά δεν είναι καν μάρτυρας πως κάνουμε την ίδια δουλειά.
Δεύτερο. Ο σύγχρονος άνθρωπος, έχοντας πάρει τελεσίδικες αποφάσεις σχετικά με την τεχνολογική εξέλιξη, ξεχνάει πως οι καθημερινοί άνθρωποι, επιφανειακά αδαείς και ανόητοι, μιλούσαν πάντα. Και αυτό είναι υπέροχο γιατί έτσι διαπιστώνει κανείς πως βρίσκεται μπροστά στην έκφραση ενός εσωτερικού αισθήματος που είναι ικανό να ξεχωρίσει το αληθινό από το ψεύτικο σε κάθε πρόταση, χωρίς καμιά ιδιαίτερη εξέταση. Αρκεί να περάσει κανείς λίγες ώρες σε αίθουσες αναμονής νοσοκομείων, υπεραστικών λεωφορείων, αλλά και σε καφενεία μικρών τόπων, για να νιώσει αυτόν τον αφελή, και συνάμα τόσο λυτρωτικό, θόρυβο των λέξεων, καθώς αλήθειες ζωντανές και καθημερινές αποδεικνύουν πως ο εναργής λόγος, η ομιλία της ζωντανής ζωής δεν έχει τελειώσει. Απλώς θα έπρεπε κανείς να τον αφουγκράζεται συχνότερα. Να έχει χρόνο και να του τον αφιερώνει, αντί να ζητάει «άλλα λόγια ν’αγαπιόμαστε».
Εχω την εντύπωση πως οι συγγραφείς εγκαλούνται απο καιρού εις καιρόν για την αδικαιολόγητη σιωπή τους, μόνον και μόνον επειδή όταν εκείνοι σιωπούν, έντρομη η εξουσία διαπιστώνει πως υπάρχουν νησίδες και θύλακες, όπου δεν ομιλούν ακόμη όλοι την ίδια γλώσσα εκεί μέσα. Όπου κάποιοι ανθίστανται, αρνούμενοι να μιλήσουν την ίδια γλώσσα με την πλειοψηφία. Πιστεύω πως πίσω από αυτή την αναζήτηση για τον λόγο των διανοουμένων καλύπτεται μια επιθυμία του Κανόνα να ενσωματώσει τους πάντες στον κοινό λόγο. Μία απόδειξη αυτού που ισχυρίζομαι βρίσκεται στην ρητορική γύρω από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Για δέστε τι συμβαίνει. Ολη η πολεμική περιστρέφεται γύρω από την περιβαλλοντολογική καταστροφή, οι πάντες ομιλούν και εστιάζουν το μεγαλύτερο μέρος του λόγου τους γύρω από τις καταστροφικές επεμβάσεις στο περιβάλλον και την επερχόμενη γιγάντωση της Αττικής, αναδεικνύοντάς την σε ένα Χονγκ Κονγκ των Βαλκανίων. Ολα αυτά είναι σωστά και εις βάρος του τόπου. Αλλά και αναπότρεπτα. Το φίλιον φως που πηγάζει από τον Υμηττό μάς έχει προ πολλού εγκαταλείψει, φροντίσαμε εμείς οι ίδιοι να το διώξουμε. Και όμως δεν είναι αυτό το ουσιώδες στο συγκεκριμένο θέμα, αν και λόγω της μαζικής αναπαραγωγής των καταγγελιών, θέλει να φαντάζει σαν το κυριότερο πρόβλημα.
Ο λόγος ο ουσιαστικός, αυτός που καστρέφει τον ψυχισμό μας, είναι πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν έχουν πλέον τίποτα να κάνουν με αγώνες. Και αυτό αποκρύπτεται, δεν λέγεται, γιατί όλοι πρέπει να μιλήσουν για το άλλο. Ακριβώς όπως οι εκκλήσεις περί εθελοντισμού στοιχειώνουν έναν ατελείωτο εφιάλτη τηλεοπτικής φλυαρίας, που δεν έχει τίποτα να κάνει ούτε με Ολυμπιακούς ούτε με αγώνες, ακριβώς όπως ένα reality show δεν έχει τίποτα να κάνει ούτε με το ένα ούτε με τ’ άλλο. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες των τελευταίων 20 ετών παρακολουθούμε τον παροξυσμό ενός φαινομένου που μέχρι πριν λίγο καιρό δεν ήταν παρα μια καταναλωτική παραζάλη. Σήμερα πια έχει μεταβληθεί σε μια καταιγίδα καταναλωτικής πίεσης που συνοδεύεται από έναν Νιαγάρα διανοούμενων λόγων. Γινόμαστε μάρτυρες μιας φιέστας και ενός λόγου, και είναι αυτό που δηλητηριάζει την ζωή μας, κυρίως των παιδιών μας. Δεν είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος που τρομάζει, ο άνθρωπος θα καταφέρει να επιβιώσει. Πώς να τα βγάλεις όμως πέρα με έναν λόγο που αναποδογυρίζει την ουσία του κόσμου, έναν λόγο που προσπαθεί να πείσει τα παιδιά μας πως από κάθε ανθρώπινη εκδήλωση και με κάθε αφορμή, αθλητική, του έρωτα και της τέχνης, πρέπει να βγαίνει χρήμα. Και να κυκλοφορεί. Και αυτό δεν μιλιέται, αντιθέτως προβάλλονται “άλλα λόγια”, που παρακάμπτοντας το ουσιώδες θέλουν να μας κάνουν να αποδεχτούμε αυτό που μας αποξενώνει και απ’τον αγώνα και απ’το reality.
Οταν όλοι εξηγούν πόσο καλό είναι αυτό, ε, δεν χρειάζεται ο λόγος των διανοουμένων. Τουλάχιστον η σιωπή τους γίνεται αφορμή να αναρωτιόμαστε τον λόγο για τον οποίο συμβαίνει. Εξάλλου όταν οι διανοούμενοι μίλησαν τα τελευταία χρόνια, επειδή άξιζε ουσιαστικά τον κόπο να πούνε δυο λόγια, μάλλον αγνοήθηκαν. Για θυμηθείτε: Οταν μίλησαν κατά της διαβόητης “γλωσσικής μεταρρύθμισης” την δεκαετία του εβδομήντα, ή όταν ύψωσαν την φωνή τους κατά της υπεξαίρεσης του ονόματος της Μακεδονίας στις αρχές της δεκαετίας του εννενήντα…
Ο ποιητής ξέρει πως ο κόσμος τραβάει μπροστά με τους ανθρώπους των πράξεων, αλλά δεν πρέπει να τον υπολογίζετε να σπρώξει το κάρο που εμείς κολλήσαμε στη λάσπη. Ο ποιητής βλέπει τι γίνεται. Για να μην τον πυροβολήσουν όμως, κάνει πως δεν βλέπει, ή μιλάει άλλ’ αντ’ άλλων. Τι παραπάνω θέλουμε από αυτόν; Να τραγουδάει και στα γλέντια μας κρατώντας το “ίσο”; Αφήστε τον να αρθρώνει τον λοξό του λόγο, αυτόν που νομίζετε πως είναι άφωνος: η σιωπή του μπορεί να είναι εκωφαντική και γι αυτό σημαντικότερη από κάθε μπαλκονάτη ή παραθυράτη καταγγελία.