Ο Σπ. Τσακνιάς γράφει για τη Μ. Δούκα, τον Δ. Νόλλα και τη Ζ. Ζατέλη (μέρος Β)
Ζυράννα Ζατέλη, «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» (1993)
Οι ήρωες του μυθιστορήματος της Ζατέλη, ενώ διατηρούν τη γήινη υπόστασή τους, προικίζονται με χαρακτηριστικά και ιδιότητες οι οποίες τους ωθούν να υπερβούν εκείνο το πλαίσιο αληθοφάνειας που θα απαιτούσε μια τυπική ρεαλιστική σύμβαση. Η γραφή της είναι βατή, ομαλή, ο αναγνώστης της δεν δυσκολεύεται να παρακολουθήσει την ανάπτυξη των ιστοριών της –και την αναπαραστατική όψη του μύθου της, φυσικά– όπως δεν δυσκολεύεται να αποδεχθεί την απογείωση ηρώων και καταστάσεων προς ένα επίπεδο μισοθρυλικό-μισομαγικό, όπου το εύλογο και το υπέρλογο συγκεράζονται και ισορροπούν. Η ισχυρή επινοητική φαντασία της εύκολα προσπίπτει στην αντίληψη του αναγνώστη, ο τελευταίος ωστόσο πρέπει να προσέξει με πόση αυστηρότητα την ελέγχει, με πόση μαθηματική σχεδόν ακρίβεια χειρίζεται το υλικό της, με πόση ευλυγισία κινείται ανάμεσα στην αναπαράσταση και την υπέρβασή της, με πόση αριστοκρατική ακαταδεξία παρακάμπτει τόσο τη δουλική μίμηση της πραγματικότητας, όσο και την ευκολία της φαντασιακής αυθαιρεσίας.
Το βασικό μοτίβο του συνολικού μύθου που συντίθεται από πλήθος ιστοριών είναι αυτό που ο Percy Lubbock αποκαλεί «ο κύκλος της γέννησης και της ενηλικίωσης, του θανάτου και ξανά της γέννησης». Κυρίαρχα μοτίβα επίσης είναι ο έρωτας και ο θάνατος, σε μια συνεχή διαπλοκή, ή κάτι περισσότερο, σε ένα είδος χημικής ένωσης. Τις ιστορίες της, ωστόσο, η συγγραφέας απέφυγε να τις εντάξει σε μια κεντρική πλοκή, που θα απαιτούσε κάποιο σχήμα ιεράρχησης ή υπαγωγής, με κυρία και δευτερεύοντα πρόσωπα και επεισόδια, υποταγμένα σε δύο-τρεις λογικούς άξονες, διασταυρούμενους ή παράλληλους. Η απουσία πλοκής όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην απουσία σύνθεσης. Οι τριάντα και πλέον ιστορίες του «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» δεν είναι φυγόκεντρες, είναι κεντρομόλες. Συγκλίνουν προς τον κεντρικό θεματικό άξονα, την πατριαρχική οικογένεια, και υπηρετούν ένα υπόγειο pattern, μιαν αφανή δομή – ενώ σαφώς κινούνται στο ίδιο κλίμα και με τον ίδιο ρυθμό. Θυμούμαι μια παρατήρηση του Ε.Μ. Forster για το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ: «Το βιβλίο είναι χαώδες, διαρθρωμένο άσχημα, δεν έχει και ούτε πρόκειται να έχει ένα σχήμα εξωτερικό, και όμως παρουσιάζει συνοχή, επειδή η συρραφή του είναι εσωτερική, επειδή έχει ρυθμό». Χωρίς πρόθεση συγκρίσεων, νομίζω πως το μυθιστόρημα της Ζατέλη είναι μια αναζήτηση χαμένου χρόνου – έμμεσα όχι άμεσα βιωμένου.
Η απουσία πλοκής πάντως επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο κινείται ο χρόνος στο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται». Η πλοκή, γενικά, φαίνεται πως είναι συνδεδεμένη τόσο με τη χρονικότητα όσο και με την αιτιότητα. Η απουσία αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ποικίλων ιστοριών και επεισοδίων συνεπάγεται, αντί της εξελικτικής πορείας του χρόνου, την κυκλική, γεγονός που δίνει την εντύπωση της στατικότητας. Καθώς στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος οι ιστορίες της πατριαρχικής οικογένειας συμβαίνουν εκτός Ιστορίας, ο χρόνος κυλάει με μέτρο τις εποχές, τους γάμους και τους θανάτους, μέσα στο κλειστό κύκλωμα των οικογενειακών συμβάντων. Χαρακτηριστικές εν προκειμένω είναι οι χρονικές αναφορές που συναντούμε στο κείμενο της Ζατέλη: «Και περνούσαν ξανά τα χρόνια όπως μόνο αυτά ξέρουν να περνούν» (σελ. 341). «Στο μεταξύ ο καιρός περνούσε όπως πάντα, κι ανάμεσα στα τρίμηνα και τα εξάμηνα της Εύθας, ο Χριστόφορος ακόμα έψαχνε να βρει σύντροφο για τη Μύρα…» (σελ. 302). Ή: «Κανείς δεν έμενε πίσω. Είχαν περάσει εννιά χρόνια από τότε (από κάποιο επεισόδιο που δεν προσδιορίζεται χρονικά), από κείνον τον ανήλεο χειμώνα, και κανείς δεν άφηνε το χωράφι του άσπαρτο, για τόσον καιρό – για κανένα λόγο. Έφτανε το τέλος μιας δεκαετίας αλλά κι ενός ολόκληρου αιώνα» (σελ. 345) – μια από τις ελάχιστες αντικειμενικά προσδιορισμένες χρονικές αναφορές, όπως και η ακόλουθη: «Κάτι μέρες πριν απ’ αυτό είχε αλλάξει και ο αιώνας». Η απουσία ευθύγραμμης χρονικότητας, όπως και η απουσία πλοκής, δεν αποτελούν συγγραφικές αδυναμίες, ισχυρίζομαι, αλλά αναγκαιότητες που απορρέουν από την ουσιαστική θεματική σύσταση του μυθιστορήματος και από τη βαθύτερη δομή του.
Σπ. Τσακνιάς, Ελευθεροτυπία, ένθετο: «Βιβλιοθήκη».