Τα χρόνια της μάθησης και της μελέτης είναι κυρίως τα χρόνια της σκέψης της αυτοκτονίας, όποιος το αρνείται έχει λησμονήσει τα πάντα. (…) Τη σκέψη της αυτοκτονίας, ως τη μοναδική σκέψη που λειτουργεί αδιάκοπα, δεν την έκανε μόνο ο καθένας για τον εαυτό του, όλοι έκαναν αδιάκοπα τη σκέψη αυτή, και άλλους τους σκότωσε αμέσως η σκέψη αυτή, ενώ άλλους μόνο τους τσάκισε η σκέψη αυτή, και μάλιστα τους τσάκισε για όλη τους τη ζωή.
Τόμας Μπέρνχαρντ, “ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ/ η Αιτία”
Να μια ρήση ενός απ’ τους σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφείς, η οποία θα μπορούσε αυθαίρετα, ναι, προσωπικά εκτιμώμενη, να φωτίσει την γοητεία του μηδενός μεταξύ όλων αυτών των οργισμένων δράκων, εφήβων και μεταεφήβων, που πλημμύρισαν τους δρόμους τον περασμένο Δεκέμβρη. Ελάχιστη σχέση με την οικονομική κρίση και την προς ώρας μείωση της πρόσβασης στην κατανάλωση και το ζεστό χρήμα. Αυτά λειτούργησαν περισσότερο στα μυαλά των μυαλωμένων και των ηλικιωμένων παρά στους νέους, για τους οποίους κάθε ξημέρωμα είναι μια καινούργια μέρα όπου όλα μπορούν να συμβούν. Έτσι κι αλλιώς η κατανάλωση επιστρέφει, υποχρεωμένη να εκπληρώσει τον σκοπό της, την μετατροπή των ανθρώπων σε κτήνη, στα οποία πρέπει να εκμηδενιστεί κάθε κριτική σκέψη και πνευματική επαγρύπνηση. Ο προηγούμενος αιώνας δεν σημαδεύτηκε από τις ανθρωποσφαγές των δύο Μεγάλων Πολέμων. Η βαρβαρότητα του 20ου αιώνα σημαδεύεται από το «δικαίωμα στην εργασία», το οποίο ο καπιταλισμός και το αρνητικό του είδωλο ώθησαν στα άκρα, ενσωματώνοντας το σύνολο της αστικής κοινωνίας στην καθημερινή, συχνά υποχρεωτική, εργασία. Το πρώτο και άμεσο αποτέλεσμα ήταν να αποσαρθρωθεί η οικογένεια. Όταν οι γυναίκες άρχισαν να εργάζονται, τα παιδιά, από το μαιευτήριο στον βρεφονηπιακό σταθμό και τα νηπιαγωγεία, άρχισαν να μεγαλώνουν σε ξένα χέρια. Κι όποιος μεγαλώνει σε ξένα χέρια μαθαίνει να μισεί τον κόσμο.
Όσοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην διάρκεια του 20ου αιώνα, και κυρίως μετά τον τελευταίο Μεγάλο Πόλεμο, βίωσαν αυτού του είδους την αγωγή και εκπαίδευση, όπου γεννιέται το μίσος για τον κόσμο, μίσος απ’ το οποίο πλάθεται το νέο είδος των ανθρώπων.
Των τρομοκρατών, των υπαλλήλων και των απατεώνων.
Μαντρωμένα τα νέα παιδιά στα σχολεία, αυτά τα πνευματοκτόνα ιδρύματα, τα κολαστήρια της προσωπικής δημιουργίας αλλά και της ταπείνωσής τους, τα παιδιά είναι διαρκώς σε αναζήτηση οράματος, προσφοράς και, κυρίως θυσίας, λαχταρώντας, ναι, ζητιανεύοντας στοργή κι αγάπη. Όταν γύρω τους βιώνουν τους μεγαλύτερους να αποχαυνώνονται με τα βελάσματα των πολιτικών, και παρακολουθούν μπροστά στα μάτια τους να συνασπίζονται η συναλλαγή με την χυδαιότητα και την βλακεία, δεν συναινούν (Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης). Όταν κανείς δεν αναγνωρίζει την αγωνία τους, και κανείς δεν τους δείχνει το δρόμο και νιώθουν το αδιέξοδο, έ, τότε ναι, ΝΤΟΥ! στο κενό.
Κοντέινερ