Δημήτρης Νόλλας. «Ονειρεύομαι τους φίλους μου».
Το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», του Δημήτρη Νόλλα, είναι ένα κείμενο που διαθέτει, πριν και πέρα από οτιδήποτε άλλο, φωνή. Μια φωνή που σπάει από τις εκφραστικές της αποχρώσεις, βυθίζεται στις σιωπές της, προσπαθεί να επιπλεύσει μέσα στο κουλουβάχατο που της επιβάλλει η ανάσα της.
Διεκδικεί την αθωότητά της μπροστά στο θάνατο, όπως οι δυο άντρες στο διήγημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή, αυτοσαρκάζεται αποδεχόμενη τον κυνισμό της, όπως στη «Στρατηγική της Ανίας», ασκείται στην παιδεία της ήττας, όπως στο «Πάθος του Συγγραφέως». Πίνει, ειρωνεύεται και αφηγείται.
Τα εννιά διηγήματα θα απογοητεύσουν όσους περιμένουν να διαβάσουν έναν ακόμη απολογισμό της καθημερινής μας μιζέριας που μετά την ηθογραφική λαίλαπα της γενιάς του Τριάντα έχει γίνει η κατεστημένη αναπηρία της πεζογραφίας μας.
Αυτή, σε συνδυασμό με μερικά αισθητικοερωτικά τραύματα της μετασεφερικής ποίησης, λίγο γλωσσικό θράσος και μπόλικο εξυπνακισμό, μας έχει αφήσει άφθονες σελίδες μιας ανεγκέφαλης μαγιονέζας που ελάχιστη σχέση έχει με τη λογοτεχνία.
Θα απογοητευθούν ακόμη και όσοι περιμένουν την «απολογία» της παρέας, τον επικήδειο της γενιάς που πέρασε, τη νοσταλγία για εκείνα που ήταν και δεν είναι πια. Απ’ αυτή την άποψη ο τίτλος μοιάζει μάλλον με παιχνίδι που αποπροσανατολίζει ευχάριστα τον αναγνώστη σε έναν κόσμο αυθαίρετο αλλά υπαρκτό. Θέλω να πω πως τα κείμενα δεν έχουν σχέση με πρόσωπα αναγνωρίσιμα από το όνομά τους και που ο αναγνώστης καλείται να γίνει συνένοχος με τον αφηγητή για να τα προσεγγίσει.
Η συνενοχή πλέκεται αποκλειστικά και μόνον από τις διαστάσεις και τις εκφραστικές στροφές της φωνής που αφηγείται με την ίδια άνεση, με τον ίδιον κοφτό ρυθμό που έχει κάποιος όταν διηγείται ιστορίες σ’ ένα μπαρ, αγνοώντας αν θα τον καταλάβουν, αν θα τον ακούσουν καν. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο μ’ ένα αδιόρατο σχεδόν ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη, που αποπνέει μοναξιά, κι αυτή είναι η γοητεία του.
Όλες οι ιστορίες έχουν τελειώσει. Καιρός να διηγηθούμε τώρα τις ιστορίες της δικής μας ασημαντότητας, αυτές τις φευγαλέες στιγμές που πλέκουν τον ιστό της ύπαρξής μας. Εδώ τα πράγματα είναι καθαρά: Επιτέλους μπορούμε να μιλήσουμε για αυτά που συνέβησαν ή, μάλλον, για αυτά που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί, επιτέλους, μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη και για τις γελοίες και άχρηστες στιγμές της ζωής μας, χωρίς η φωνή μας να χάνει την κυριολεξία της. Το Ονειρεύομαι τους φίλους μου βρίσκεται μακριά από την «Πολυξένη» και τη «Νεράιδα της Αθήνας», τα δύο πρώτα κείμενα του Νόλλα που εκδόθηκαν το 1974.
Η εκρηκτική γραφή της εποχής έχει κατασταλάξει σε μιαν αφήγηση που ξέρει να κρατάει τα υπονοούμενά της, να υποστηρίζει τους χαμηλούς της τόνους, να γλιστράει στις αποχρώσεις της. Και, κυρίως, να αποφεύγει τους κοινούς τόπους και να σέβεται το ρυθμό της, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο στη λαίμαργη για κοινοτοπίες δημοκρατία της πεζογραφίας μας.
*Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Τάκης Θεοδωρόπουλος* | Δημοσιογράφος