Το «Τρυφερό δέρμα» (του οποίου τις 65 σελίδες θα έπρεπε να απολαύσουν όλοι όσοι απαιτούν απ’ τη λογοτεχνία μια συνδυασμένη επίδειξη χιούμορ, δράσης και παράδοξου) είναι το τρίτο βιβλίο του Δημήτρη Νόλλα, μετά την «Πολυξένη» και την, ασφαλώς περίφημη, «Νεράιδα της Αθήνας». Περιέχει έξι διηγήματα («Ο γάμος», «Το τρυφερό δέρμα», «Ο άλικος κύκλος», «Βηθεσδά», «Ο Μαξ της οικογένειάς μας», και «Τα συγγραφικά δικαιώματα») που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Το Τρυφερό δέρμα κυκλοφόρησε οχτώ χρόνια μετά απ’ το πρώτο βιβλίο του Νόλλα: συνεπώς κανένας δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για φλυαρία. Αντίθετα, ο καθένας θα μπορούσε να διακρίνει σ’ αυτή την προσεχτική πορεία, μια επιστροφή σ’ ένα στυλ περισσότερο ήρεμο και περισσότερο συντηρητικό απ’ αυτό με το οποίο υπογράφτηκαν οι ονειρικές εκμυστηρεύσεις της «Νεράιδας». Το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου απογοητευτικό αν λάβουμε υπόψη μας την αναμφισβήτητη ικανότητα ενός τέτοιου γραψίματος να εκπλήσσει, να περιγράφει, να ξετυλίγεται γύρω από εύθυμες ψυχολογικές αναλύσεις και να παρωδεί το καθετί:
«Κάθε χρόνο, απ’ τις αρχές Μαΐου, ερχόμασταν σ’ αυτό το σπίτι, αρκετά μακριά απ’ την πόλη, χωρίς να μπορούμε να παραθερίσουμε στο χωριό με το μεγάλο ποτάμι και τις καρυδιές γιατί «ας όψεται η κατάστασις». Εδώ μέναμε η γιαγιά, ο μπαμπάς, ο θείος Κωστάκης και σχεδόν μέρα παρά μέρα και ο θείος Πλάτων. Το σπίτι, όπως και η χαλβαδοποιία, ανήκε σε όλους, πράγμα δύσκολο να χωρέσει το μυαλό μου, γιατί ενώ εγώ είχα το ποδήλατό μου, τα μολύβια μου, τη γιαγιά μου, το μπαμπά μου δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ένα εργοστάσιο ή ένα σπίτι μπορεί να το ’χουν τόσοι πολλοί…».
Αυτά τα διηγήματα έχουν άραγε ένα κοινό θέμα; Με μια πρώτη ματιά όχι – αλλά μ’ ένα πιο προσεχτικό κοίταγμα, ο ευφυής αναγνώστης θα μπορούσε να δει ποια είναι στ’ αλήθεια η έμμονη ιδέα, της οποίας το νήμα διαπερνάει αθόρυβα τα έξι κείμενα του βιβλίου. Αλλά το θέμα του Νόλλα, που δεν είναι άλλο απ’ το παράλογο και την ανοησία κάθε ανθρώπινης πράξης, ίσως φανεί κοινότοπο, αν κάποιος βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα πριν ρίξει μια ματιά στη μορφή που παίρνουν αυτές οι εμπνεύσεις. Πραγματικά, η πρόζα του Νόλλα μοιάζει νάχει φτιαχτεί ειδικά για να περιγράψει αυτό το καθημερινό παράλογο, το οποίο δεν διστάζει να πλουτίσει –όσο κι αν φαίνεται απλοϊκό ή εύκολο στη σύλληψή του– με πολύ έξυπνες κωμικοτραγικές νότες απελπισίας και σύγχυσης. Είναι γεγονός ότι η άψογη αυτή τέχνη δεν έχει κανένα πρόβλημα να φωτίζει την ατμόσφαιρα των αφηγήσεων (που περιέχει πάντα μια κεφάτη και παράλογη μοίρα) με το ίδιο το στυλ του γραψίματος. Ο Νόλλας διαθέτει, όπως θα ξέρουν όσοι απόλαυσαν την «Πολυξένη» ένα αρκετά προσωπικό τρόπο να χειρίζεται τη στίξη δημιουργώντας ένα υπονοούμενο λαχάνιασμα του αφηγητή, και κατά προέκταση του αναγνώστη. Ο αναπόφευκτος ρυθμός αυτού του λαχανιάσματος εντείνεται αδιάκοπα, παρασέρνοντας το θεατή των όσων διαδραματίζονται στις σκηνές αυτού του βιβλίου μέχρι το κατώφλι κάποιας τελικής αποκάλυψης, όπου η μούσα της παρωδίας βάζει πάντα το χέρι της.
Στη «Νεράιδα της Αθήνας» αυτή η πονηρή διαλεκτική μέθοδος είχε ζήσει μερικές απ’ τις καλύτερες στιγμές της, και το προϊόν (το τελικό παραλήρημα του ήρωα) θα μείνει, νομίζω αξέχαστο. Είναι όμως πιθανό ότι ο συγγραφέας του «Τρυφερού δέρματος» δεν εκτιμάει σήμερα τις υπερβολές ενός τέτοιου γραψίματος, όσο τις εκτιμούσε τότε. Στο «Δέρμα», παρ’ όλο που αποτελεί μια ανθολογία, θα βρει κανείς τις αρετές της ισορροπίας και της, σαφήνειας, και είναι σίγουρο ότι οι ελευθερίες ενός επαναστατημένου ταμπεραμέντου έχουν περιοριστεί αρκετά. Παρ’ όλα αυτά, η επανάσταση –αυτή που μόνο το ταλέντο ενός συγγραφέα δέχεται να κάνει– συνεχίζει εδώ το δρόμο της στην ανεξερεύνητη χώρα του παράδοξου και του χιούμορ. Δε θα δυσκολευτεί κανείς να πειστεί ότι και οι πιο πικρές σελίδες που έγραψε ποτέ ο Νόλλας έχουν μολυνθεί απ’ αυτές τις δύο βασανιστικές αλήθειες της ζωής και της λογοτεχνίας.
Οι αφετηρίες των αφηγήσεων του Νόλλα (για λόγους που αδυνατεί να τους υποψιαστεί κανείς απ’ την πρώτη σελίδα) είναι συνήθως ρεαλιστικές. Ρεαλισμός ίσως να μην είναι η σωστή λέξη, έχει όμως κάποια σχέση με την πραγματικότητα στης οποίας το δράμα όλοι οι άνθρωποι αυτού του μάταιου κόσμου έχουν κατά κάποιο τρόπο συμβάλει. Ένας γάμος, τα προβλήματα ενός ζευγαριού, ένα σκυλί που κινδυνεύει να μείνει χωρίς αφεντικό, οι λεπτομέρειες ενός εγκλήματος – θέματα που οι συγγραφείς τα χρησιμοποίησαν τόσο όσο οι ποιητές τον ουρανό και τη θάλασσα. Ωστόσο, στην περίπτωση του Νόλλα τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά: γιατί, πολύ σύντομα, η φαινομενική αφέλεια αυτών των θεμάτων αποδεικνύεται μια εξαιρετική αφορμή για να μεταφερθεί ένας μονότονος και εύθραυστος κόσμος στη χώρα της σάτυρας και του γέλιου. Ένα σκυλί, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει πηγή αναμνήσεων, οι οποίες στη συνέχεια περιγράφονται με τα κομψά και ευκίνητα ελληνικά του Νόλλα.
Αλλά η απολεσθείσα αρμονία αυτού του απίθανου κόσμου όπου βασιλεύει η παρεξήγηση, όταν δε βασιλεύει η ανοησία, δεν μπορεί να αποκατασταθεί και τόσο εύκολα όσο θα ήθελαν οι ρεαλιστές, κι αυτό ο Νόλλας το γνωρίζει καλά. Προς τιμήν τους λοιπόν στήνει σε κάθε ιστορία του ένα άλλου είδους χάπυ εντ, ειδικά φτιαγμένο για να διασκεδάζει και να τρομοκρατεί, να διευκολύνει και να παγιδεύει, να διδάσκει ένα απλό και συνήθως αιώνιο συμπέρασμα, και ταυτόχρονα ν’ αποθαρρύνει κάθε πίστη στο γεγονός ότι η ζωή μπορεί δήθεν να υπακούει σε κάποιο είδος λογικής. Ο Νόλλας μοιάζει να γράφει ολόκληρα διηγήματα μόνο και μόνο για να απολαύσει τη συγκίνηση ενός παράδοξου τέλους όπου τα πάντα αναποδογυρίζονται ή όπου τα πάντα κατασταλάζουν σε μια ισορροπία χωρίς νόημα, λες και το νήμα της μοίρας σταματάει ανεξήγητα σε κάποιο σημείο κι από κει και πέρα ο καθένας θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Ο αναγνώστης πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο μιας αλήθειας που ο ήρωας –αν και τη ζει– αγνοεί εντελώς. Ο τελευταίος είναι λοιπόν ένας τραγικός ήρωας και θα μπορούσε ν’ αγωνιστεί χύνοντας μέχρι τέλους και την έσχατη σταγόνα του αίματός του. Αλλά ο συγγραφέας δεν του το επιτρέπει, ίσως γιατί έχει ετοιμάσει γι’ αυτόν μια πολύ πιο διασκεδαστική και, σε τελευταία ανάλυση, ωφέλιμη, λύση. Δεν θάναι ο ήρωας που θα συντριβεί κάτω απ’ τις ερπύστριες ενός κόσμου που αρνείται να συγχωρήσει, αλλά ο κόσμος που θα μικρύνει, θ’ αλλάξει, θ’ αντιστραφεί, θα γελοιοποιηθεί ή θα εξαφανιστεί εντελώς μπροστά στα μάτια του ήρωα σα νάταν κομμάτι κάποιου παιχνιδιού ή κάποιου ανόητου ονείρου. Το παράδοξο λοιπόν θριαμβεύει. Αλλά ποιο παράδοξο; Απομακρυνόμενη απ’ την κάπως παραδοσιακή απαισιοδοξία του Κάφκα και του Ντύρενματ, και πλησιάζοντας την αναιδή σάτυρα του Κέρουακ, η λογοτεχνία του Νόλλα συμμαχεί ειλικρινά με τον ήρωά της ενάντια στον κόσμο.
Ευγένιος Αρανίτσης