Βρίσκετε δικαιολογημένο το κλίμα οργής και μεμψιμοιρίας που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα;
Το 1950, μόλις τέλειωσε η τρομακτική δεκαετία καταστροφών στην Ελλάδα, με την κατοχή και τον εμφύλιο, εγώ θυμάμαι ανθρώπους να ξεκινούν με τα πόδια από τη μία άκρη της Αθήνας στην άλλη για να φέρουν το μεροκάματο στο σπίτι. Βγήκαν από μια κόλαση και ήταν έτοιμοι και πρόθυμοι να κατανοήσουν, να υπομείνουν και να προσαρμοστούν σε μια καινούργια κατάσταση. Πάλευαν για να εξέλθουν από τις δύσκολες καταστάσεις, διεκδικώντας τα δικαιώματά τους κι έτσι περήφανα κυλούσε η ζωή τους. Σήμερα βιώνουμε μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι πρέπει να ξαναδούν τις επιλογές τους, να ζήσουν με τις δυσκολίες, να βρουν το κουράγιο να χτίσουν ξανά το σπιτικό τους που γκρεμίζεται. Υπάρχουν άνθρωποι κανονικοί σαν εμένα κι εσένα που κάνουν το λάθος να νομίζουν ότι η ζωή είναι μια ευθεία, ένας εύκολος δρόμος. Ζούσαν με κεκτημένη ταχύτητα από τη δεκαετία του ’80 και του ’90, που ήταν η αποθέωση της παραζάλης, πιστεύοντας ότι αυτό θα διαρκούσε για πάντα. Αλλά αυτό δεν γίνεται. Η ζωή έχει τα πάνω και τα κάτω της. Δεν έχει μόνο ίσιο δρόμο. Σήμερα, υπάρχουν ακόμη νοσταλγοί της Σοβιετικής Ένωσης, της ζωής που έκαναν, των παροχών που είχαν. Ωστόσο, είναι αναχρονιστικό να συζητάς για οποιουδήποτε είδους επιστροφή στα δεδομένα της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν υπάρχει πλέον αυτό το πράγμα, τελείωσε. Η ζωή πάει μπροστά.
Δεν είναι δικαιολογημένη η περισυλλογή;
Η περισυλλογή δεν είναι κακό πράγμα. Οι εκρήξεις οργής αυτές είναι μάλλον κακό γιατί δείχνουν ανθρώπους που αντιδρούν μόνο συναισθηματικά και που είναι πληγωμένοι, προσδοκώντας τα πράγματα να ξαναγίνουν όπως πριν. Όμως δεν πρόκειται ποτέ να γίνει αυτό. Πρέπει να το συνειδητοποιήσουν και όταν το συνειδητοποιήσουν ίσως αρχίσουν τα πράγματα να ηρεμούν.
Αιμοπότες πάντοτε υπήρχαν.
Διαβλέπετε ότι υπάρχουν προοπτικές για να έρθουν καλύτερες μέρες;
Αν όχι αισιόδοξος, είμαι τουλάχιστον ένας άνθρωπος που ελπίζει. Ελπίζω, λοιπόν, ότι σιγά-σιγά οι άνθρωποι θα αναλογιστούν, ο καθένας ξεχωριστά, τις προσωπικές του ευθύνες. Αυτό δεν σημαίνει, επαναλαμβάνω, ότι αμφισβητούνται οι ευθύνες που έχουν οι εκλελεγμένοι άρχοντες ως προς τον τρόπο που διαχειρίστηκαν τα πράγματα, που συνεργάστηκαν ή επέτρεψαν το κακό. Μέσα σ’ αυτή την κτηνωδία υπήρξε ένα πάρε- δώσε. Παίξαμε και χάσαμε. Έχει μεγάλη σημασία να το συνειδητοποιήσουμε αυτό και ευτυχώς υπάρχουν άνθρωποι που σιγά- σιγά το συνειδητοποιούν. Δεν χρειάζεται να είναι η πλειοψηφία, άλλωστε ποτέ δεν ήταν το σύνολο ή η πλειοψηφία μιας κοινωνίας που αντιδρούσε όταν κάτι πήγαινε στραβά. Όταν το «προζύμι» συνέρχεται, γεννιέται η ελπίδα ότι τα πράγματα θ’ αλλάξουν προς το καλύτερο.
Ο πνευματικός άνθρωπος, ο καλλιτέχνης, ο συγγραφέας, ανήκει σ’ αυτό το «προζύμι»;
Θεωρώ ότι ο ρόλος του είναι να βοηθάει και στη συνειδητοποίηση της έκτασης της καταστροφής και των ευθυνών που έχει ο καθένας μας. Θ’ ακουστεί λίγο σκληρό αυτό, αλλά δεν είμαι εδώ για να σας λέω καθησυχαστικά πράγματα: υπάρχουν κάποια κτήνη που πίνουν αίμα. Ωστόσο, πάντοτε υπήρχαν αιμοπότες. Κι αν δεν εννοείς να καταλάβεις ότι η δουλειά αυτών που έχουν τη δύναμη και το χρήμα είναι πάντοτε να το αβγαταίνουν στις πλάτες τις δικές σου και τις δικές μου, έχεις καεί. Είσαι «άουτ». Εγώ δεν είμαι έξω από όλα αυτά που συμβαίνουν, είμαι ένας κανονικός συνταξιούχος, με τρία αγόρια που έχουν ξεκινήσει τη δική τους ζωή, με όλες τις δυσκολίες. Εντούτοις, δεν ασχολούμαι σε καθημερινή βάση με τα πράγματα αυτά. Αυτό τον καιρό δουλεύω πάνω σ’ ένα μυθιστόρημα που έχει να κάνει κυρίως με τον άνθρωπο του ελλαδικού χώρο και τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους. Γράφοντας, συμβάλλω κάπως στην αυτογνωσία. Είναι ένα μυθιστόρημα.
Δεν το γράφω γιατί πιστεύω ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Εξακολουθείτε να έχετε τους ίδιους στόχους, τα ίδια κίνητρα, την ίδια διάθεση;
Εξακολουθεί να με ενδιαφέρει και να με ελκύει ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος υπάρχει και «βουλιάζει» μέσα στην Ιστορία και ο τρόπος που η Ιστορία ρίχνει τη σκιά της πάνω στον άνθρωπο. Εκ των πραγμάτων το περιεχόμενο των γραπτών μου γίνεται διαχρονικό. Εξακολουθώ να έχω τις ίδιες εμμονές που είχα πριν 30 χρόνια. Αλλά με τις εμμονές ζει ο κάθε συγγραφέας. Τα κίνητρα παραμένουν τα ίδια. Ξεκινάς να γράφεις επειδή κάτι νιώθεις ότι έχεις μέσα σου που θέλεις να το «ξεφορτωθείς».
Οι νέοι σκηνοθέτες έχουν τσαγανό.
Με την εμπειρία σας στη σεναριογραφία, πώς απαντάτε στην άποψη ότι το σενάριο ανήκει στους «αδύναμους κρίκους» του ελληνικού κινηματογράφου;
Το σενάριο είναι απολύτως διαφορετικό είδος από τη λογοτεχνική γραφή. Γράφεται για να μετατραπεί σε εικόνα, διαφορετικά δεν έχει λόγο ύπαρξης. Αν μπει ένα σενάριο στο συρτάρι, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ, ενώ ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί κάποια στιγμή να εκδοθεί. Οι γκρίνιες ότι το ελληνικό σενάριο πάσχει, είναι άδικες. Το ελληνικό και το κυπριακό σινεμά είναι μέρος του ευρωπαϊκού σινεμά, που εδώ και πολλά χρόνια έχει γίνει cinema d’auteur, δηλαδή κινηματογράφος τέχνης ή κινηματογράφος του δημιουργού. Που θα πει ότι το έργο είναι καθαρά του σκηνοθέτη. Όλοι οι σκηνοθέτες δεν είναι μόνο εν δυνάμει, αλλά και επί της ουσίας σεναριογράφοι. Ό,τι και να τους παραδώσει ο σεναριογράφος, αυτοί είναι που θα το μετατρέψουν σε εικόνα, έχουν άποψη γι’ αυτό και θα πάρουν την τελική απόφαση. Εγώ το καταλαβαίνω αυτό κι όλα αυτά τα χρόνια δεν συγκρούστηκα με κανέναν.
Παρότι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου έχει κλείσει τις «κάνουλες», βλέπουμε τα τελευταία χρόνια αξιόλογες ταινίες. Πού αποδίδετε το φαινόμενο αυτό;
Είναι πολύ ενθαρρυντικό και υγιές.
Αποδεικνύει ότι υπάρχουν νέοι κυρίως άνθρωποι με όραμα και ιδέες. Όπως λέγαμε πριν, ο συγγραφέας που θέλει να «ξεφορτωθεί» αυτό που έχει μέσα του, θα βρει τρόπο να το εκδώσει. Στην έσχατη ανάγκη, θα το κυκλοφορήσει ακόμη και με σαμιζντάτ, από χέρι σε χέρι. Έτσι κι οι σκηνοθέτες, ειδικότερα οι νέοι, αποδεικνύουν ότι έχουν θέληση, τσαγανό και ικανότητα. Κάνουν τις ταινίες τους με ψίχουλα, βρίσκοντας μισό κουτί φιλμ από εδώ και μισό από εκεί. Και το αποτέλεσμα δείχνει ότι έχουν πιάσει τον σφυγμό της εποχής τους, ξέρουν τι συμβαίνει γύρω τους. Υπάρχει μια στροφή τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό σινεμά. Ο Γιάννης Οικονομίδης έχει κάνει πολύ σημαντική δουλειά. Εφόσον τα πράγματα είχαν ώς ένα βαθμό «ολισθήσει» σ’ έναν ιδιότυπο ακαδημαϊσμό, έπρεπε να βρεθεί κάποιος να ρίξει μια κλοτσιά και να ταράξει τα νερά. Θεωρώ το «Σπιρτόκουτο» ορόσημο, τομή στο ελληνικό σινεμά.
Πόσο δύσκολο είναι να μεταφερθεί στο σινεμά ένα λογοτεχνικό ή ένα θεατρικό έργο;
Πολύ δύσκολο.
Ένα λογοτεχνικό έργο υπάρχει από μόνο του. Ο σκηνοθέτης διαβάζοντας αντλεί διάφορες εικόνες που έπειτα θέλει να υλοποιήσει. Όταν δίνω άδεια να γίνουν σενάρια κάποια κείμενά μου, τους τα αφήνω εν λευκώ. Το βιβλίο μου δεν πρόκειται να πάθει τίποτα. Η ομορφιά του λογοτεχνικού έργου, άλλωστε, είναι ότι ο καθένας από εμάς διαβάζοντάς το κατά μόνας φτιάχνει με το μυαλό του μια δική του ταινία. Ο σκηνοθέτης δεν είναι δυνατόν να υλοποιήσει τις εικόνες που βλέπουν οι άλλοι. Πόσες φορές δεν έχουμε απογοητευτεί βλέποντας κινηματογραφικές μεταφορές π.χ. κλασικών έργων; Αλλιώς το φανταζόμασταν κι αλλιώς το υλοποιεί ο σκηνοθέτης. Μια ταινία, λοιπόν, πρέπει να την κρίνουμε ως εξ αποκαλύψεως καινούργιο, ανεξάρτητα από το λογοτεχνικό έργο στο οποίο βασίζεται.
ο Φιλελεύθερος της Κυριακής