Δημήτρη Νόλλα: «Τα καλύτερα χρόνια». Νουβέλα. Αθήνα 1984.
Μέσα στο ’84 είχαμε δυο παρουσίες του Δημήτρη Νόλλα, τα «Καλύτερα χρόνια», που σχολιάζω μ’ αυτό το σημείωμα, και μια νεότερη συλλογή διηγημάτων με συμμετοχή του Νόλλα στον τόμο «Τρία διηγήματα», μαζί με το Θανάση Βαλτινό και το Χριστόφορο Μηλιώνη.
«Τα καλύτερα χρόνια» χωρίζονται σε τρία μέρη, το βράδυ, η νύχτα, το μεσημέρι. Όπως φαίνεται από τη διαίρεση η δράση του μύθου περιορίζεται χρονικά σ’ ένα εικοσιτετράωρο, υπάρχουν όμως ουσιαστικές αναδρομές μέσα στο χρόνο που προσδίδουν τα χαρακτηριστικά της νουβέλας στο αφήγημα.
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ ανέλιξη του μύθου, που είναι στατικός. Παρακολουθούμε όμως τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του αφηγητή, παρ’ όλο που η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο – υποθέτω για να δώσει κάποια απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αφηγητή. Σημειώνω πάντως πως αν αυτή είναι η επιδίωξη του συγγραφέα το αποτέλεσμα μένει πενιχρό. Ο αφηγητής δίνει μεγάλο βάρος στην αυτοανάλυση, κι η τεχνική αυτή χαρακτηρίζει μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Είναι μάταιο να προσπαθήσεις ν’ αποδώσεις ψυχρά τις συναισθηματικές διακυμάνσεις ενός προσώπου που αυτοαναλύεται.
Η παραπάνω βασική, όχι όμως κατ’ ανάγκην και σωστή παρατήρηση, δείχνει την επιφύλαξή μου όταν διερευνώ την πρόθεση του πεζογράφου. Ο Νόλλας αφήνει μεγάλα περιθώρια στον αναγνώστη για να δώσει τις δικές του προεκτάσεις, να συμπληρώσει τα κενά και να δουλέψει με τη φαντασία του. Όμως, ας δούμε πρώτα το διάγραμμα του μύθου για να οδηγηθούμε έπειτα σε συμπεράσματα.
—ΤΟ ΒΡΑΔΥ. Ένας ηθοποιός ετοιμάζεται για την παράσταση μιας τραγωδίας. Παρεμβάλλονται αναμνήσεις άσχετες με την παράσταση, που φωτίζουν το συναισθηματικό κόσμο του αφηγητή. Τέλος, μια σύντονη παρατήρηση από ένα τρίτο πρόσωπο, το σκηνοθέτη, υποδεικνύει πως η παράσταση τέλειωσε, κι οι αναδρομές στο παρελθόν έχουν απαιτήσει κάποιο χρόνο, όσο βαστάει η παράσταση κι η προετοιμασία της.
Στο ίδιο μέρος εμφανίζονται δύο γυναίκες, η Χρύσα που απασχολεί τον αφηγητή τώρα, και δυο υπαινιγμοί για την Αλεξάνδρα, μια παλιά, σχέση του. Ο δεύτερος υπαινιγμός, βίαιος, τραβάει την προσοχή του αναγνώστη στην Αλεξάνδρα.
—Η ΝΥΧΤΑ. Περιγραφή μιας κοσμικής δεξίωσης χωρίς ιδιαίτερη σημασία, μετά την παράσταση. Μήτε κι οι απαραίτητες αναδρομές είναι σημαντικές. Ο αφηγητής φεύγει με τη Χρύσα, μα είναι μια επιδερμική σχέση, δίχως συναισθηματικό βάρος. Το ενδιαφέρον του αναγνώστη (αλλά και του αφηγητή), εντοπίζεται στην κοινωνική σάτιρα.
Ισχυρή αντίθεση με το παραπάνω επιπόλαιο κλίμα δίνει η λιτή περιγραφή της ανήλεης εκτέλεσης ενός οδοντογιατρού από τον αντάρτη που είχε καταδώσει πάνω στον εμφύλιο. Το συγκλονιστικό επεισόδιο συνδέεται πολύ χαλαρά με τον κεντρικό μύθο.
—ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ. Στο τελευταίο μέρος ο Νόλλας δίνει όλο τον εκνευρισμό του αφηγητή, και την απογοήτευσή του. Την επαγγελματική απογοήτευση του μέτριου ηθοποιού, που τον καταπιέζει ο σκηνοθέτης, και δεν μπορεί να κατακτήσει την αναγνώριση που ονειρεύεται, μπλεγμένη με την απόγνωση για την εγκατάλειψή του από την Αλεξάνδρα, που πασχίζει μάταια να την αναπληρώσει η επιδερμική σχέση του με τη Χρύσα.
Το διάγραμμα του μύθου ήταν απαραίτητο, για να τοποθετήσουμε την ανάλυση σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, ο πεζογράφος όμως δίνει περισσότερο βάρος στην τεχνική και το περίτεχνο γράψιμο της νουβέλας, παρά στο στατικό μύθο. Παρ’ όλη τη συντομία της νουβέλας, η αρχιτεκτονική της είναι σύνθετη και συγκροτημένη, το βιβλίο απευθύνεται στον κατατοπισμένο αναγνώστη, κι ωστόσο διαβάζεται εύκολα, χάρη στη σαφήνεια του μύθου και το χιούμορ του. Το χιούμορ στο Νόλλα είναι σημαντική λειτουργία, από την καλόβολη ματιά που παρακολουθεί την απελπισία της FRAU BOCH για την απώλεια του εραστή, ως το σαρκασμό για το πάρτυ της Κουμαράκη. Επισημαίνω πως ο Νόλλας δεν κάνει καλαμπούρια, δημιουργεί κωμικές καταστάσεις, και σημειώνω μια αδυναμία.
Στη σελίδα 42 υπάρχει ένα παιχνίδι με παρηχήσεις, μίμηση ανάλογης περικοπής του Ερνέστο Σάμπατο, κατά την πληροφορία του Νόλλα. Δεν έχω διαβάσει Σάμπατο, για να σχηματίσω προσωπική αντίληψη, μού θύμισε όμως τις παρηχήσεις που χρησιμοποιεί εξαντλητικά ο Νίκος Πολίτης στον «υπερθετικό αντίλογο», κι η σύγκριση είναι συντριπτική. Θα ’ταν άστοχο όμως ν’ ανιχνεύσω ενδεχόμενη επίδραση, μια κι η ελληνική πραγματικότητα είναι πως αγνοούμε τη δουλειά των ομότεχνων. Μου φαίνονται πιθανότερες οι κοινές επιδράσεις ξένων συγγραφέων, που τις έχω συναντήσει και σ’ άλλους Έλληνες πεζογράφους.
Ο Νόλλας είναι συνεπής. Το γράψιμό του είναι υπαινικτικό, μα δεν μπόρεσα να βρω ξεκρέμαστους υπαινιγμούς, εξυπηρετούν πάντα μια φανερή αφηγηματική ανάγκη. Το προσόν είναι σημαντικό, ο αναγνώστης αποκτά τη βεβαιότητα πως δεν θα πάει χαμένη μια προσεχτική ανάγνωση.
Η διαγραφή του χαρακτήρα είναι ισχυρή μόνο στον κεντρικό ήρωα, κι όπως τονίζεται, έτσι, η υποκειμενικότητα, η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο καταντά παραφωνία. Τα πρόσωπα της νουβέλας, και τ’ ασήμαντα ακόμα, έχουν ψυχολογία σύνθετη, χαρακτηριστικό που τελικά αντανακλά στον πεζογράφο. Οι περιγραφές που συναντούμε είναι δυνατές, συνδέονται αποκλειστικά σχεδόν με τον αφηγητή, κι αποτελούν έν’ από τα μέσα που μεταχειρίζεται ο Νόλλας για να ζωντανέψει το χαρακτήρα που τον ενδιαφέρει.
Ξεχώρισα την περιγραφή για τις αϋπνίες του αφηγητή, ύστερα από τη διακοπή της σχέσης του με την Αλεξάνδρα. Στ’ αλήθεια εφιαλτική, στρέφει την προσοχή του αναγνώστη σ’ ένα πρόσωπο που δεν εμφανίζεται σχεδόν, κι όμως προβάλλεται σ’ όλο το αφήγημα σε δεύτερο πλάνο, χάρη στο πάθος που νιώθει ο αφηγητής. Ολόκληρο το πέρασμα του εικοσιτετράωρου προετοιμάζει τη σύντομη συνάντηση του αφηγητή με την αποξενωμένη πια Αλεξάνδρα, και εξηγεί με συνέπεια την κατάπτωσή του.
Σ’ αυτό το βιβλίο ο Νόλλας αποφεύγει τις πολιτικές αιχμές που κυριαρχούνε σε πιο παλιά διηγήματά του, στο BUENO ας πούμε, εξόν την αναφορά στην εκτέλεση του οδοντογιατρού. Η νουβέλα είναι επιδεικτικά καλογραμμένη, και τονίζει την προσήλωση του πεζογράφου στην καλαισθησία της έκφρασης.
Ο Δημήτρης Νόλλας είν’ ένας διανοούμενος που δεν υποκρίνεται μετριοφροσύνη, και δεν τον ενδιαφέρει η λιτότητα.
Νίκος Κάσδαγλης | Καθημερινή